Translation meaning & definition of the word "gruel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλακή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gruel
[Κατακλύζω]/gruɪl/
noun
1. A thin porridge (usually oatmeal or cornmeal)
- synonym:
- gruel
1. Ένα λεπτό κουάκερ (συνήθως πλιγούρι βρώμης ή καλαμποκάλευρο)
- συνώνυμο:
- γκούελ