Translation meaning & definition of the word "grudge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφράσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grudge
[Αλεπού]/grəʤ/
noun
1. A resentment strong enough to justify retaliation
- "Holding a grudge"
- "Settling a score"
- synonym:
- grudge ,
- score ,
- grievance
1. Μια δυσαρέσκεια αρκετά ισχυρή για να δικαιολογήσει τα αντίποινα
- "Κρατώντας μια μνησικακία"
- "Διευθέτηση βαθμολογίας"
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- βαθμολογία ,
- παράπονο
verb
1. Bear a grudge
- Harbor ill feelings
- synonym:
- stew ,
- grudge
1. Φέρω μνησικακία
- Απολαμβάνω αρρώστια
- συνώνυμο:
- στιβάζω ,
- αναστατώνω
2. Accept or admit unwillingly
- synonym:
- grudge
2. Αποδεχτείτε ή παραδεχτείτε απρόθυμα
- συνώνυμο:
- αναστατώνω
Examples of using
It's not serious, I don't bear him a grudge.
Δεν είναι σοβαρό, δεν τον αντιμετωπίζω μνησικακία.