Translation meaning & definition of the word "growth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάπτυξη" στην ελληνική γλώσσα
Growth
[Ανάπτυξη]noun
1. (biology) the process of an individual organism growing organically
- A purely biological unfolding of events involved in an organism changing gradually from a simple to a more complex level
- "He proposed an indicator of osseous development in children"
- synonym:
- growth ,
- growing ,
- maturation ,
- development ,
- ontogeny ,
- ontogenesis
1. (βιολογία) η διαδικασία ενός μεμονωμένου οργανισμού που αναπτύσσεται οργανικά
- Μια καθαρά βιολογική εξέλιξη των γεγονότων που εμπλέκονται σε έναν οργανισμό που αλλάζει σταδιακά από ένα απλό σε ένα πιο περίπλοκο επτ
- "Πρότεινε έναν δείκτη οστικής ανάπτυξης στα παιδιά"
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη ,
- αυξανόμενη ,
- ωρίμανση ,
- οντογένεση
2. A progression from simpler to more complex forms
- "The growth of culture"
- synonym:
- growth
2. Εξέλιξη από απλούστερες έως πιο σύνθετες μορφές
- "Η ανάπτυξη του πολιτισμού"
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη
3. A process of becoming larger or longer or more numerous or more important
- "The increase in unemployment"
- "The growth of population"
- synonym:
- increase ,
- increment ,
- growth
3. Μια διαδικασία για να γίνει μεγαλύτερη ή μεγαλύτερη ή περισσότερο πολυάριθμη ή πιο σημαντική
- "Αύξηση της ανεργίας"
- "Αύξηση του πληθυσμού"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- αύξηση ,
- ανάπτυξη
4. Vegetation that has grown
- "A growth of trees"
- "The only growth was some salt grass"
- synonym:
- growth
4. Βλάστηση που έχει αναπτυχθεί
- "Ανάπτυξη δέντρων"
- "Η μόνη ανάπτυξη ήταν λίγο αλατισμένο χορτάρι"
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη
5. The gradual beginning or coming forth
- "Figurines presage the emergence of sculpture in greece"
- synonym:
- emergence ,
- outgrowth ,
- growth
5. Η σταδιακή αρχή ή η εμφάνιση
- "Οι φιγούρες προεδρεύουν της εμφάνισης της γλυπτικής στην ελλάδα"
- συνώνυμο:
- εμφάνιση ,
- εκφύλιση ,
- ανάπτυξη
6. (pathology) an abnormal proliferation of tissue (as in a tumor)
- synonym:
- growth
6. (παθολογία) ένας ανώμαλος πολλαπλασιασμός του ιστού (α σε έναν όγκο)
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη
7. Something grown or growing
- "A growth of hair"
- synonym:
- growth
7. Κάτι που μεγαλώνει ή μεγαλώνει
- "Ανάπτυξη των μαλλιών"
- συνώνυμο:
- ανάπτυξη