Translation meaning & definition of the word "growling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάπτυξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Growling
[Μεγαλώνοντασ]/groʊlɪŋ/
noun
1. A gruff or angry utterance (suggestive of the growling of an animal)
- synonym:
- growling
1. Μια πιτυρίδα ή θυμωμένη ομιλία (επαγγελματική της καλλιέργειας ενός ζώου)
- συνώνυμο:
- αυξητική
2. The sound of growling (as made by animals)
- synonym:
- growl ,
- growling
2. Ο ήχος του καλλιεργητικού (ας φτιαγμένος από ζώα)
- συνώνυμο:
- γουίλ ,
- αυξητική