Translation meaning & definition of the word "grouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συναντήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grouse
[Σκαρφαλώνω]/graʊs/
noun
1. Flesh of any of various grouse of the family tetraonidae
- Usually roasted
- Flesh too dry to broil
- synonym:
- grouse
1. Σάρκα οποιουδήποτε από τα διάφορα προβλήματα της οικογένειας τετραωνίδες
- Συνήθως ψητό
- Σάρκα πολύ στεγνή για να σκουπίσει
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. Popular game bird having a plump body and feathered legs and feet
- synonym:
- grouse
2. Δημοφιλές πουλί παιχνιδιών που έχει ένα παχουλό σώμα και φτερωτά πόδια και πόδια
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
verb
1. Hunt grouse
- synonym:
- grouse
1. Κυνηγώ την παραφωνία
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. Complain
- "What was he hollering about?"
- synonym:
- gripe ,
- bitch ,
- grouse ,
- crab ,
- beef ,
- squawk ,
- bellyache ,
- holler
2. Παραπονιέμαι
- "Για ποιο πράγμα συγκλονίζεται?"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- σκύλα ,
- περιπλανώμαι ,
- καβούρι ,
- βοδινό κρέας ,
- τρίξιμο ,
- πονοκέφαλος ,
- χόλερ