Translation meaning & definition of the word "grouping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομαδοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grouping
[Ομαδοποίηση]/grupɪŋ/
noun
1. Any number of entities (members) considered as a unit
- synonym:
- group ,
- grouping
1. Οποιοσδήποτε αριθμός οντοτήτων (μελών) θεωρείται ως μονάδα
- συνώνυμο:
- ομάδα ,
- ομαδοποίηση
2. The activity of putting things together in groups
- synonym:
- grouping
2. Η δραστηριότητα της συνένωσης των πραγμάτων σε ομάδες
- συνώνυμο:
- ομαδοποίηση
3. A system for classifying things into groups
- synonym:
- grouping ,
- pigeonholing
3. Ένα σύστημα για την ταξινόμηση των πραγμάτων σε ομάδες
- συνώνυμο:
- ομαδοποίηση ,
- περιστεριών