Translation meaning & definition of the word "grouped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grouped
[Ομαδοποιημένη]/grupt/
adjective
1. Arranged into groups
- synonym:
- grouped ,
- sorted
1. Διατεταγμένα σε ομάδες
- συνώνυμο:
- ομαδοποιημένη ,
- ταξινομημένο
Examples of using
He grouped the girls in three rows.
Ομαδοποίησε τα κορίτσια σε τρεις σειρές.
He grouped his books into five categories.
Μεταφέρει τα βιβλία του σε πέντε κατηγορίες.
He grouped his books into five categories.
Μεταφέρει τα βιβλία του σε πέντε κατηγορίες.