Translation meaning & definition of the word "grouch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκαρφάλωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grouch
[Σκαρφαλώνω]/graʊʧ/
noun
1. A bad-tempered person
- synonym:
- grouch ,
- grump ,
- crank ,
- churl ,
- crosspatch
1. Ένας κακός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκριλ ,
- στρόφαλοσ ,
- τσουρλ ,
- παρτίδα
verb
1. Show one's unhappiness or critical attitude
- "He scolded about anything that he thought was wrong"
- "We grumbled about the increased work load"
- synonym:
- grouch ,
- grumble ,
- scold
1. Δείξτε τη δυστυχία ή την κριτική στάση
- "Επέπληξε για οτιδήποτε πίστευε ότι ήταν λάθος"
- "Σχεδιάσαμε για το αυξημένο φορτίο εργασίας"
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- γκρινιάζω ,
- επιπλήττω