Translation meaning & definition of the word "grotesque" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρατσκική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grotesque
[Γαλακτώδησ]/groʊtɛsk/
noun
1. Art characterized by an incongruous mixture of parts of humans and animals interwoven with plants
- synonym:
- grotesque
1. Τέχνη που χαρακτηρίζεται από ένα ανεπιθύμητο μείγμα τμημάτων ανθρώπων και ζώων συνυφασμένων με φυτά
- συνώνυμο:
- αλλόκοτοσ
adjective
1. Distorted and unnatural in shape or size
- Abnormal and hideous
- "Tales of grotesque serpents eight fathoms long that churned the seas"
- "Twisted into monstrous shapes"
- synonym:
- grotesque ,
- monstrous
1. Παραμορφωμένο και αφύσικο σε σχήμα ή μέγεθος
- Ανώμαλο και αποκρουστικό
- "Πατάλες από γκροτέσκο φίδια οκτώ φτωχογειτονιές που ανατίναξαν τις θάλασσες"
- "Συστρεφόμενος στα τερατώδη σχήματα"
- συνώνυμο:
- αλλόκοτοσ ,
- τερατώδησ
2. Ludicrously odd
- "Hamlet's assumed antic disposition"
- "Fantastic halloween costumes"
- "A grotesque reflection in the mirror"
- synonym:
- antic ,
- fantastic ,
- fantastical ,
- grotesque
2. Γελοία περίεργα
- "Η υποτιθέμενη αντικειμενική διάθεση του άμλετ"
- "Φανταστικά κοστούμια αποκριών"
- "Μια αλλόκοτη αντανάκλαση στον καθρέφτη"
- συνώνυμο:
- αντίκ ,
- φανταστικός ,
- φανταστικόσ ,
- αλλόκοτοσ
Examples of using
It's grotesque.
Είναι αλλόκοτο.