Translation meaning & definition of the word "gross" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακαθάριστο" στην ελληνική γλώσσα
Gross
[Ακαθάριστοσ]noun
1. Twelve dozen
- synonym:
- gross ,
- 144
1. Δώδεκα
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ ,
- 144
2. The entire amount of income before any deductions are made
- synonym:
- gross ,
- revenue ,
- receipts
2. Το συνολικό ποσό του εισοδήματος πριν από οποιεσδήποτε μειώσεις γίνονται
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ ,
- έσοδα ,
- αποδείξεις
verb
1. Earn before taxes, expenses, etc.
- synonym:
- gross
1. Κερδίστε πριν από τους φόρους, τα έξοδα, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ
adjective
1. Before any deductions
- "Gross income"
- synonym:
- gross
1. Πριν από οποιεσδήποτε εκπτώσεις
- "Ακαθάριστο εισόδημα"
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ
2. Lacking fine distinctions or detail
- "The gross details of the structure appear reasonable"
- synonym:
- gross
2. Λείπουν λεπτές διακρίσεις ή λεπτομέρειες
- "Οι ακαθάριστες λεπτομέρειες της δομής φαίνονται λογικές"
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ
3. Repellently fat
- "A bald porcine old man"
- synonym:
- gross ,
- porcine
3. Απωθητικά λίπος
- "Ένας φαλακρός γέρος"
- συνώνυμο:
- ακαθάριστοσ ,
- πορτσίνι
4. Visible to the naked eye (especially of rocks and anatomical features)
- synonym:
- megascopic ,
- gross
4. Ορατό με γυμνό μάτι (ειδικά των βράχων και των ανατομικών χαρακτηριστικών)
- συνώνυμο:
- μεγασκοπική ,
- ακαθάριστοσ
5. Without qualification
- Used informally as (often pejorative) intensifiers
- "An arrant fool"
- "A complete coward"
- "A consummate fool"
- "A double-dyed villain"
- "Gross negligence"
- "A perfect idiot"
- "Pure folly"
- "What a sodding mess"
- "Stark staring mad"
- "A thoroughgoing villain"
- "Utter nonsense"
- "The unadulterated truth"
- synonym:
- arrant(a) ,
- complete(a) ,
- consummate(a) ,
- double-dyed(a) ,
- everlasting(a) ,
- gross(a) ,
- perfect(a) ,
- pure(a) ,
- sodding(a) ,
- stark(a) ,
- staring(a) ,
- thoroughgoing(a) ,
- utter(a) ,
- unadulterated
5. Χωρίς προσόντα
- Χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως (πέντεκα ενισχυτές πιεζοριωδίας)
- "Ένας ανόητος"
- "Εντελώς δειλός"
- "Ένας απόλυτος ανόητος"
- "Ένας διπλός κακοποιός"
- "Ακατάπαυστη αμέλεια"
- "Τέλειος ηλίθιος"
- "Καθαρή τρέλα"
- "Τι χάλια"
- "Ο σταρκ κοιτάζει τρελός"
- "Ενδελεχής κακοποιός"
- "Ανοησίες"
- "Η ανόθευτη αλήθεια"
- συνώνυμο:
- φυσιολογική( ,
- πλήρη( ,
- ολερατ() ,
- διπλή-βαμμένη( ,
- αιων(Α) ,
- χονδρο( ,
- τελειο( ,
- πλουρι( ,
- σοδ() ,
- σταρκ(α) ,
- βλέπω το Στάριγγα( ,
- πλήρης (Α) ,
- λουλ() ,
- ανόθευτοσ
6. Conspicuously and tastelessly indecent
- "Coarse language"
- "A crude joke"
- "Crude behavior"
- "An earthy sense of humor"
- "A revoltingly gross expletive"
- "A vulgar gesture"
- "Full of language so vulgar it should have been edited"
- synonym:
- crude ,
- earthy ,
- gross ,
- vulgar
6. Εμφανώς και άγευστα άσεμνο
- "Χοντρή γλώσσα"
- "Ένα αστείο"
- "Απότομη συμπεριφορά"
- "Μια γήινη αίσθηση του χιούμορ"
- "Ένα επαναστατικά ακαθάριστο εξωφρενικό"
- "Χυδαία χειρονομία"
- "Γεμάτη γλώσσα τόσο χυδαία που θα έπρεπε να είχε επεξεργαστεί"
- συνώνυμο:
- ακατέργαστοσ ,
- γήινος ,
- ακαθάριστοσ ,
- χυδαίος
7. Conspicuously and outrageously bad or reprehensible
- "A crying shame"
- "An egregious lie"
- "Flagrant violation of human rights"
- "A glaring error"
- "Gross ineptitude"
- "Gross injustice"
- "Rank treachery"
- synonym:
- crying(a) ,
- egregious ,
- flagrant ,
- glaring ,
- gross ,
- rank
7. Εμφανώς και εξωφρενικά κακό ή κατακριτέο
- "Ντροπή που κλαίει"
- "Ένα απεχθές ψέμα"
- "Μεγάλη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
- "Ένα αποτρόπαιο λάθος"
- "Ακατάπαυστη ανικανότητα"
- "Ακατέργαστη αδικία"
- "Προδοσία"
- συνώνυμο:
- κλαίγ(Α) ,
- εξωφρενικόσ ,
- επισημαίνων ,
- αποτροπιάζω ,
- ακαθάριστοσ ,
- βαθμολογώ