Translation meaning & definition of the word "groove" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγάπη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Groove
[Αυλάκι]/gruv/
noun
1. A long narrow furrow cut either by a natural process (such as erosion) or by a tool (as e.g. a groove in a phonograph record)
- synonym:
- groove ,
- channel
1. Ένα μακρύ στενό αυλάκι κομμένο είτε από μια φυσική διαδικασία (όπως η διάβρωση) ή από ένα εργαλείο (ας π.χ. ένα αυλάκι σε ένα φωνογράφο
- συνώνυμο:
- αυλάκι ,
- κανάλι
2. A settled and monotonous routine that is hard to escape
- "They fell into a conversational rut"
- synonym:
- rut ,
- groove
2. Μια εγκατεστημένη και μονότονη ρουτίνα που είναι δύσκολο να ξεφύγει
- "Έπεσαν σε μια συνομιλητική διαδρομή"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- αυλάκι
3. (anatomy) any furrow or channel on a bodily structure or part
- synonym:
- groove ,
- vallecula
3. (ανατομία) οποιοδήποτε αυλάκι ή κανάλι σε σωματική δομή ή μέρος
- συνώνυμο:
- αυλάκι ,
- βαλεκούλα
verb
1. Make a groove in, or provide with a groove
- "Groove a vinyl record"
- synonym:
- groove
1. Κάντε ένα αυλάκι μέσα, ή παρέχετε ένα αυλάκι
- "Αφαιρέστε ένα ρεκόρ βινυλίου"
- συνώνυμο:
- αυλάκι
2. Hollow out in the form of a furrow or groove
- "Furrow soil"
- synonym:
- furrow ,
- rut ,
- groove
2. Κοίλος έξω με τη μορφή ενός αυλακιού ή αυλακιού
- "Έδαφος βουρτσίσματος"
- συνώνυμο:
- αυλάκι ,
- τραβώ