Translation meaning & definition of the word "groggy" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ζωγράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Groggy
[Γκρινιάρησ]/grɑgi/
adjective
1. Stunned or confused and slow to react (as from blows or drunkenness or exhaustion)
- synonym:
- dazed ,
- foggy ,
- groggy ,
- logy ,
- stuporous
1. Έκπληκτος ή μπερδεμένος και αργός να αντιδράσει (ας από χτυπήματα ή μέθη ή εξάντληση)
- συνώνυμο:
- ζαλισμένος ,
- ομιχλώδης ,
- παλαβός ,
- λογικός ,
- ανόητοσ
Examples of using
Tom's groggy.
Η αγριότητα του Τομ.
He'll be groggy for another few hours until the drug wears off.
Θα είναι σκυθρωπός για άλλες λίγες ώρες μέχρι να φθαρεί το φάρμακο.
Tom's groggy.
Η αγριότητα του Τομ.