Translation meaning & definition of the word "grocery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grocery
[Παντοπωλείο]/groʊsəri/
noun
1. A marketplace where groceries are sold
- "The grocery store included a meat market"
- synonym:
- grocery store ,
- grocery ,
- food market ,
- market
1. Μια αγορά όπου πωλούνται τα παντοπωλεία
- "Το παντοπωλείο περιλάμβανε μια αγορά κρέατος"
- συνώνυμο:
- παντοπωλείο ,
- αγορά τροφίμων ,
- αγορά
2. (usually plural) consumer goods sold by a grocer
- synonym:
- grocery ,
- foodstuff
2. (συνήθως πληθυντικά) καταναλωτικά αγαθά που πωλούνται από παντοπωλείο
- συνώνυμο:
- παντοπωλείο ,
- τρόφιμα
Examples of using
Stop by at the grocery store and get these things for me.
Σταματήστε στο παντοπωλείο και πάρτε αυτά τα πράγματα για μένα.
The store where you buy groceries is called a grocery store.
Το κατάστημα όπου αγοράζετε παντοπωλεία ονομάζεται παντοπωλείο.