Translation meaning & definition of the word "grocer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ποδόσφαιρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grocer
[Παντοπωλείο]/groʊsər/
noun
1. A retail merchant who sells foodstuffs (and some household supplies)
- synonym:
- grocer
1. Ένας έμπορος λιανικής που πωλεί τρόφιμα (και κάποιες οικιακές προμήθειες)
- συνώνυμο:
- παραδοσιακός