Translation meaning & definition of the word "gritty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ελληνική γλώσσα"
English⟶Greek
Gritty
[Στραβόσ]/grɪti/
adjective
1. Composed of or covered with particles resembling meal in texture or consistency
- "Granular sugar"
- "The photographs were grainy and indistinct"
- "It left a mealy residue"
- synonym:
- farinaceous ,
- coarse-grained ,
- grainy ,
- granular ,
- granulose ,
- gritty ,
- mealy
1. Αποτελείται ή καλύπτεται από σωματίδια που μοιάζουν με γεύμα σε υφή ή συνοχή
- "Κοκκώδη ζάχαρη"
- "Οι φωτογραφίες ήταν κοκκώδεις και δυσδιάκριτες"
- "Άφησε ένα μειωμένο υπόλειμμα"
- συνώνυμο:
- αλευρώδησ ,
- χονδροειδής ,
- αρπακτικόσ ,
- κοκκώδησ ,
- κοκκιωστόσ ,
- τραχύσ ,
- μελιτώδησ
2. Willing to face danger
- synonym:
- game ,
- gamy ,
- gamey ,
- gritty ,
- mettlesome ,
- spirited ,
- spunky
2. Πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- παιχνίδι ,
- γαμημένοσ ,
- παιχνιδιάρησ ,
- τραχύσ ,
- τρυπητόσ ,
- πνευματικά ,
- ανώμαλοσ