Translation meaning & definition of the word "grit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grit
[Γκριτ]/grɪt/
noun
1. A hard coarse-grained siliceous sandstone
- synonym:
- grit ,
- gritrock ,
- gritstone
1. Ένας σκληρός χονδροειδής πυριτικός ψαμμίτης
- συνώνυμο:
- τρίξιμο ,
- τρίτρα ,
- τρίτσα
2. Fortitude and determination
- "He didn't have the guts to try it"
- synonym:
- backbone ,
- grit ,
- guts ,
- moxie ,
- sand ,
- gumption
2. Ευθυμία και αποφασιστικότητα
- "Δεν είχε τα κότσια να το δοκιμάσει"
- συνώνυμο:
- σπονδυλική στήλη ,
- τρίξιμο ,
- κότσια ,
- μόξι ,
- άμμος ,
- παραμόρφωση
verb
1. Cover with a grit
- "Grit roads"
- synonym:
- grit
1. Καλύψτε με ένα τρίξιμο
- "Τρελοί δρόμοι"
- συνώνυμο:
- τρίξιμο
2. Clench together
- "Grit one's teeth"
- synonym:
- grit
2. Σφίγγω μαζί
- "Τρίβει τα δόντια"
- συνώνυμο:
- τρίξιμο