Translation meaning & definition of the word "grist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γερανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grist
[Καλλιεργητήσ]/grɪst/
noun
1. Grain intended to be or that has been ground
- synonym:
- grist
1. Σιτηρά που προορίζονται να είναι ή που έχει αλεστεί
- συνώνυμο:
- τραγανός