Translation meaning & definition of the word "grisly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαίσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grisly
[Τρομερά]/grɪzli/
adjective
1. Shockingly repellent
- Inspiring horror
- "Ghastly wounds"
- "The grim aftermath of the bombing"
- "The grim task of burying the victims"
- "A grisly murder"
- "Gruesome evidence of human sacrifice"
- "Macabre tales of war and plague in the middle ages"
- "Macabre tortures conceived by madmen"
- synonym:
- ghastly ,
- grim ,
- grisly ,
- gruesome ,
- macabre ,
- sick
1. Σοκαριστικά απωθητικό
- Εμπνευσμένη φρίκη
- "Βαριές πληγές"
- "Τα ζοφερά επακόλουθα του βομβαρδισμού"
- "Το ζοφερό καθήκον της ταφής των θυμάτων"
- "Ένας φρικτός φόνος"
- "Φρικτή απόδειξη ανθρώπινης θυσίας"
- "Μακάβριες ιστορίες πολέμου και πανούκλας στο μεσαίωνα"
- "Μακάβρια βασανιστήρια που συλλαμβάνονται από τρελούς"
- συνώνυμο:
- τρομερά ,
- γκρινιάζω ,
- ανόητος ,
- φρικτός ,
- μακάβριος ,
- άρρωστος