Translation meaning & definition of the word "gripe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκριπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gripe
[Γκριπ]/graɪp/
noun
1. Informal terms for objecting
- "I have a gripe about the service here"
- synonym:
- gripe ,
- kick ,
- beef ,
- bitch ,
- squawk
1. Άτυποι όροι για αντίρρηση
- "Έχω μια λαβή για την υπηρεσία εδώ"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- παραδίνω ,
- βοδινό κρέας ,
- σκύλα ,
- τρίξιμο
verb
1. Complain
- "What was he hollering about?"
- synonym:
- gripe ,
- bitch ,
- grouse ,
- crab ,
- beef ,
- squawk ,
- bellyache ,
- holler
1. Παραπονιέμαι
- "Για ποιο πράγμα συγκλονίζεται?"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- σκύλα ,
- περιπλανώμαι ,
- καβούρι ,
- βοδινό κρέας ,
- τρίξιμο ,
- πονοκέφαλος ,
- χόλερ