Translation meaning & definition of the word "grip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαβή" στην ελληνική γλώσσα
Grip
[Στρίβω]noun
1. The act of grasping
- "He released his clasp on my arm"
- "He has a strong grip for an old man"
- "She kept a firm hold on the railing"
- synonym:
- clasp ,
- clench ,
- clutch ,
- clutches ,
- grasp ,
- grip ,
- hold
1. Η πράξη της αντίληψης
- "Έβαλε το κούμπωμά του στο χέρι μου"
- "Έχει ισχυρή πρόσφυση για έναν γέρο"
- "Κρατούσε μια σταθερή παραμονή στο κιγκλίδωμα"
- συνώνυμο:
- αγκράφα ,
- σφίγγω ,
- συμπλέκτησ ,
- συμπλέκτεσ ,
- πιάνω ,
- λαβή ,
- κρατώ
2. The appendage to an object that is designed to be held in order to use or move it
- "He grabbed the hammer by the handle"
- "It was an old briefcase but it still had a good grip"
- synonym:
- handle ,
- grip ,
- handgrip ,
- hold
2. Το προσάρτημα σε ένα αντικείμενο που έχει σχεδιαστεί για να κρατηθεί για να χρησιμοποιήσει ή να μετακινήσετε
- "Πήρε το σφυρί από τη λαβή"
- "Ήταν ένας παλιός χαρτοφύλακας, αλλά είχε ακόμα καλή πρόσφυση"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- κρατώ
3. A portable rectangular container for carrying clothes
- "He carried his small bag onto the plane with him"
- synonym:
- bag ,
- traveling bag ,
- travelling bag ,
- grip ,
- suitcase
3. Ένα φορητό ορθογώνιο δοχείο για τη μεταφορά ρούχων
- "Μετέφερε τη μικρή τσάντα του στο αεροπλάνο μαζί του"
- συνώνυμο:
- τσάντα ,
- τσάντα ταξιδιού ,
- ταξιδιωτική τσάντα ,
- λαβή ,
- βαλίτσα
4. The friction between a body and the surface on which it moves (as between an automobile tire and the road)
- synonym:
- grip ,
- traction ,
- adhesive friction
4. Η τριβή μεταξύ ενός σώματος και της επιφάνειας στην οποία κινείται (ας μεταξύ ενός ελαστικού αυτοκινήτου και του οδικού)
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- πρόσφυση ,
- συγκολλητική τριβή
5. Worker who moves the camera around while a film or television show is being made
- synonym:
- grip
5. Εργαζόμενος που κινεί την κάμερα ενώ γίνεται μια ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή
- συνώνυμο:
- λαβή
6. An intellectual hold or understanding
- "A good grip on french history"
- "They kept a firm grip on the two top priorities"
- "He was in the grip of a powerful emotion"
- "A terrible power had her in its grasp"
- synonym:
- grip ,
- grasp
6. Μια πνευματική κατοχή ή κατανόηση
- "Μια καλή πρόσφυση στη γαλλική ιστορία"
- "Κρατούσαν μια σταθερή πρόσφυση στις δύο κορυφαίες προτεραιότητες"
- "Ήταν στη λαβή ενός ισχυρού συναισθήματος"
- "Μια τρομερή δύναμη την είχε στην κατανόησή της"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- πιάνω
7. A flat wire hairpin whose prongs press tightly together
- Used to hold bobbed hair in place
- "In britain they call a bobby pin a grip"
- synonym:
- bobby pin ,
- hairgrip ,
- grip
7. Μια επίπεδη φουρκέτα σύρμα της οποίας οι φρεάτες πιέζουν σφιχτά μαζί
- Χρησιμοποιείται για να κρατήσει τα μαλλιά στη θέση τους
- "Στη βρετανία αποκαλούν ένα πιάσιμο μπόμπι"
- συνώνυμο:
- μπόμπι καρφίτσα ,
- τρίχα ,
- λαβή
verb
1. Hold fast or firmly
- "He gripped the steering wheel"
- synonym:
- grip
1. Κρατήστε γρήγορα ή σταθερά
- "Κατέβασε το τιμόνι"
- συνώνυμο:
- λαβή
2. To grip or seize, as in a wrestling match
- "The two men grappled with each other for several minutes"
- synonym:
- grapple ,
- grip
2. Για να πιάσει ή να αδράξει, όπως σε έναν αγώνα πάλης
- "Οι δύο άνδρες αγωνίστηκαν μεταξύ τους για αρκετά λεπτά"
- συνώνυμο:
- καταπιάνομαι ,
- λαβή
3. To render motionless, as with a fixed stare or by arousing terror or awe
- "The snake charmer fascinates the cobra"
- synonym:
- fascinate ,
- transfix ,
- grip ,
- spellbind
3. Να γίνει ακίνητος, όπως με ένα σταθερό βλέμμα ή προκαλώντας τρόμο ή δέος
- "Ο γοητευτής του φιδιού συναρπάζει την κόμπρα"
- συνώνυμο:
- γοητεύω ,
- επαναφορά ,
- λαβή ,
- μαγεία