Translation meaning & definition of the word "grinding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λείανση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grinding
[Λείανση]/graɪndɪŋ/
noun
1. Material resulting from the process of grinding
- "Vegetable grindings clogged the drain"
- synonym:
- grinding
1. Υλικό που προκύπτει από τη διαδικασία της λείανσης
- "Οι λαχανικές αλέσεις φράσσουν την αποστράγγιση"
- συνώνυμο:
- λείανση
2. A harsh and strident sound (as of the grinding of gears)
- synonym:
- grinding
2. Ένας σκληρός και τραχύς ήχος (ας της λείανσης του γραναζιού
- συνώνυμο:
- λείανση
3. The wearing down of rock particles by friction due to water or wind or ice
- synonym:
- grinding ,
- abrasion ,
- attrition ,
- detrition
3. Η φθορά των σωματιδίων βράχου από την τριβή λόγω του νερού ή του αέρα ή του πάγου
- συνώνυμο:
- λείανση ,
- τριβή ,
- απομάκρυνση