Translation meaning & definition of the word "grind" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγρανάτος" στην ελληνική γλώσσα
Grind
[Γκριν]noun
1. An insignificant student who is ridiculed as being affected or boringly studious
- synonym:
- swot ,
- grind ,
- nerd ,
- wonk ,
- dweeb
1. Ένας ασήμαντος μαθητής που γελοιοποιείται ως επηρεασμένος ή βαρετά μελετητής
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αλείφω ,
- νερντ ,
- γουίνκ ,
- ντβέ
2. The grade of particle fineness to which a substance is ground
- "A coarse grind of coffee"
- synonym:
- grind
2. Ο βαθμός λεπτότητας των σωματιδίων στον οποίο μια ουσία είναι αλεσμένη
- "Ένα χοντρό άλεσμα του καφέ"
- συνώνυμο:
- αλείφω
3. Hard monotonous routine work
- synonym:
- drudgery ,
- plodding ,
- grind ,
- donkeywork
3. Σκληρή μονότονη εργασία ρουτίνας
- συνώνυμο:
- αποχειρουργική ,
- επένδυση ,
- αλείφω ,
- γαϊδουράκια
4. The act of grinding to a powder or dust
- synonym:
- grind ,
- mill ,
- pulverization ,
- pulverisation
4. Η πράξη της λείανσης σε σκόνη ή σκόνη
- συνώνυμο:
- αλείφω ,
- μύλος ,
- κονιοποίηση
verb
1. Press or grind with a crushing noise
- synonym:
- crunch ,
- cranch ,
- craunch ,
- grind
1. Πατήστε ή αλέστε με θόρυβο συντριβής
- συνώνυμο:
- τραγανίζω ,
- κράντσ ,
- τρέλα ,
- αλείφω
2. Make a grating or grinding sound by rubbing together
- "Grate one's teeth in anger"
- synonym:
- grate ,
- grind
2. Κάντε ένα τρίψιμο ή λείανση ήχου τρίβοντας μαζί
- "Τρυπήστε τα δόντια κάποιου με θυμό"
- συνώνυμο:
- τρίβω ,
- αλείφω
3. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
3. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ
4. Dance by rotating the pelvis in an erotically suggestive way, often while in contact with one's partner such that the dancers' legs are interlaced
- synonym:
- grind
4. Χορέψτε περιστρέφοντας τη λεκάνη με έναν ερωτικά υπαινικτικό τρόπο, συχνά ενώ έρχεστε σε επαφή με τον σύντροφό σας
- συνώνυμο:
- αλείφω
5. Reduce to small pieces or particles by pounding or abrading
- "Grind the spices in a mortar"
- "Mash the garlic"
- synonym:
- grind ,
- mash ,
- crunch ,
- bray ,
- comminute
5. Μειώστε στα μικρά κομμάτια ή τα σωματίδια με το χτύπημα ή την ακτινοβολία
- "Τρίψτε τα μπαχαρικά σε ένα κονίαμα"
- "Πολτοποιήστε το σκόρδο"
- συνώνυμο:
- αλείφω ,
- πολτοποίηση ,
- τραγανίζω ,
- μπρι ,
- ανταγωνίζομαι
6. Created by grinding
- "Grind designs into the glass bowl"
- synonym:
- grind
6. Δημιουργημένος με τη λείανση
- "Τυλίξτε τα σχέδια στο γυάλινο μπολ"
- συνώνυμο:
- αλείφω
7. Shape or form by grinding
- "Grind lenses for glasses and cameras"
- synonym:
- grind
7. Σχήμα ή μορφή με λείανση
- "Φακοί ανεμοδείκτη για γυαλιά και κάμερες"
- συνώνυμο:
- αλείφω