Translation meaning & definition of the word "grime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμόγελο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grime
[Γκρινιάζω]/graɪm/
noun
1. The state of being covered with unclean things
- synonym:
- dirt ,
- filth ,
- grime ,
- soil ,
- stain ,
- grease ,
- grunge
1. Η κατάσταση του να καλύπτεται με ακάθαρτα πράγματα
- συνώνυμο:
- βρωμιά ,
- γκριμάτσα ,
- έδαφος ,
- λεπτός ,
- λίπος ,
- αναταράσσω
verb
1. Make soiled, filthy, or dirty
- "Don't soil your clothes when you play outside!"
- synonym:
- dirty ,
- soil ,
- begrime ,
- grime ,
- colly ,
- bemire
1. Κάντε λερωμένο, βρώμικο ή βρώμικο
- "Μην λερώνετε τα ρούχα σας όταν παίζετε έξω!"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- έδαφος ,
- παρακαλώ ,
- γκριμάτσα ,
- συνωστισμένοσ ,
- ανακατώνω
Examples of using
Auto mechanics finish up the workday with grime all over their hands.
Η αυτόματη μηχανική ολοκληρώνει την εργάσιμη ημέρα με βρωμιά σε όλα τα χέρια τους.