Translation meaning & definition of the word "grimace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσκύνημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grimace
[Γκριμάτσε]/grɪməs/
noun
1. A contorted facial expression
- "She made a grimace at the prospect"
- synonym:
- grimace ,
- face
1. Μια διαστρεβλωμένη έκφραση προσώπου
- "Έκανε μια απέχθεια για την προοπτική"
- συνώνυμο:
- γκριμάτσα ,
- πρόσωπο
verb
1. Contort the face to indicate a certain mental or emotional state
- "He grimaced when he saw the amount of homework he had to do"
- synonym:
- grimace ,
- make a face ,
- pull a face
1. Παραμορφώστε το πρόσωπο για να υποδείξετε μια συγκεκριμένη ψυχική ή συναισθηματική κατάσταση
- "Μαστίγωσε όταν είδε το ποσό της εργασίας που έπρεπε να κάνει"
- συνώνυμο:
- γκριμάτσα ,
- φτιάχνω πρόσωπο ,
- τραβώ ένα πρόσωπο