Translation meaning & definition of the word "grille" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραμμή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grille
[Γκριλ]/grɪl/
noun
1. Small opening (like a window in a door) through which business can be transacted
- synonym:
- wicket ,
- lattice ,
- grille
1. Μικρό άνοιγμα (όπως ένα παράθυρο σε μια πόρτα) μέσω της οποίας μπορεί να συναλλαχθεί επιχείρηση
- συνώνυμο:
- βίκετ ,
- πλέγμα ,
- γκριλ
2. Grating that admits cooling air to car's radiator
- synonym:
- grille ,
- radiator grille
2. Κιγκλίδωμα που παραδέχεται τον αέρα ψύξης στο θερμαντικό σώμα του αυτοκινήτου
- συνώνυμο:
- γκριλ ,
- μάσκα ψυγείου
3. A framework of metal bars used as a partition or a grate
- "He cooked hamburgers on the grill"
- synonym:
- grill ,
- grille ,
- grillwork
3. Ένα πλαίσιο μεταλλικών ράβδων που χρησιμοποιούνται ως διαμέρισμα ή σχάρα
- "Μαγείρεψε χάμπουργκερ στη σχάρα"
- συνώνυμο:
- σχάρα ,
- γκριλ ,
- ψησταριά