Translation meaning & definition of the word "grill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρασίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grill
[Γκριλ]/grɪl/
noun
1. A restaurant where food is cooked on a grill
- synonym:
- grillroom ,
- grill
1. Ένα εστιατόριο όπου το φαγητό μαγειρεύεται σε μια σχάρα
- συνώνυμο:
- ψησταριά ,
- σχάρα
2. A framework of metal bars used as a partition or a grate
- "He cooked hamburgers on the grill"
- synonym:
- grill ,
- grille ,
- grillwork
2. Ένα πλαίσιο μεταλλικών ράβδων που χρησιμοποιούνται ως διαμέρισμα ή σχάρα
- "Μαγείρεψε χάμπουργκερ στη σχάρα"
- συνώνυμο:
- σχάρα ,
- γκριλ ,
- ψησταριά
verb
1. Cook over a grill
- "Grill the sausages"
- synonym:
- grill
1. Μαγειρεύουμε πάνω από μια σχάρα
- "Ψήστε τα λουκάνικα"
- συνώνυμο:
- σχάρα
2. Examine thoroughly
- "The student was grilled for two hours on the subject of phonology"
- synonym:
- grill
2. Εξετάστε προσεκτικά
- "Ο φοιτητής ψήνεται στη σχάρα για δύο ώρες με θέμα τη φωνολογία"
- συνώνυμο:
- σχάρα