Translation meaning & definition of the word "grievous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γελοίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grievous
[Γριβώδης]/grivəs/
adjective
1. Causing fear or anxiety by threatening great harm
- "A dangerous operation"
- "A grave situation"
- "A grave illness"
- "Grievous bodily harm"
- "A serious wound"
- "A serious turn of events"
- "A severe case of pneumonia"
- "A life-threatening disease"
- synonym:
- dangerous ,
- grave ,
- grievous ,
- serious ,
- severe ,
- life-threatening
1. Προκαλώντας φόβο ή άγχος απειλώντας μεγάλη βλάβη
- "Επικίνδυνη επιχείρηση"
- "Μια σοβαρή κατάσταση"
- "Μια σοβαρή ασθένεια"
- "Γενναία σωματική βλάβη"
- "Μια σοβαρή πληγή"
- "Μια σοβαρή στροφή των γεγονότων"
- "Σοβαρή περίπτωση πνευμονίας"
- "Απειλητική για τη ζωή ασθένεια"
- συνώνυμο:
- επικίνδυνος ,
- τάφος ,
- αποτρόπαιος ,
- σοβαρός ,
- απειλητική για τη ζωή
2. Causing or marked by grief or anguish
- "A grievous loss"
- "A grievous cry"
- "Her sigh was heartbreaking"
- "The heartrending words of rabin's granddaughter"
- synonym:
- grievous ,
- heartbreaking ,
- heartrending
2. Προκαλώντας ή χαρακτηρίζεται από θλίψη ή αγωνία
- "Θλιβερή απώλεια"
- "Θλιβερή κραυγή"
- "Ο στεναγμός της ήταν σπαρακτικός"
- "Τα τεράστια λόγια της εγγονής του ράμπιν"
- συνώνυμο:
- αποτρόπαιος ,
- σπαρακτικόσ ,
- αναβαθμισμένη
3. Of great gravity or crucial import
- Requiring serious thought
- "Grave responsibilities"
- "Faced a grave decision in a time of crisis"
- "A grievous fault"
- "Heavy matters of state"
- "The weighty matters to be discussed at the peace conference"
- synonym:
- grave ,
- grievous ,
- heavy ,
- weighty
3. Μεγάλης βαρύτητας ή κρίσιμης σημασίας εισαγωγή
- Απαιτεί σοβαρή σκέψη
- "Βαριές ευθύνες"
- "Αντιμετώπισε μια σοβαρή απόφαση σε μια εποχή κρίσης"
- "Θλιβερό λάθος"
- "Βαριά θέματα κράτους"
- "Τα βαριά θέματα που πρέπει να συζητηθούν στη διάσκεψη ειρήνης"
- συνώνυμο:
- τάφος ,
- αποτρόπαιος ,
- βαρύς ,
- βαρύτητα
4. Shockingly brutal or cruel
- "Murder is an atrocious crime"
- "A grievous offense against morality"
- "A grievous crime"
- "No excess was too monstrous for them to commit"
- synonym:
- atrocious ,
- flagitious ,
- grievous ,
- monstrous
4. Σοκαριστικά βάναυσο ή σκληρό
- "Ο δολοφόνος είναι ένα φρικτό έγκλημα"
- "Θλιβερό αδίκημα κατά της ηθικής"
- "Θλιβερό έγκλημα"
- "Καμία υπέρβαση δεν ήταν τερατώδης για να δεσμευτούν"
- συνώνυμο:
- φρικτός ,
- επιφανειακός ,
- αποτρόπαιος ,
- τερατώδησ
Examples of using
Mr T (100 years old) avoided conviction for murder, but was found guilty of grievous bodily harm for having intentionally caused wounds.
Ο Τ(100 ετών απέφυγε την καταδίκη για φόνο, αλλά κρίθηκε ένοχος για σοβαρή σωματική βλάβη που προκάλεσε σκόπιμα πληγές.
Mr T (19 years old) avoided conviction for murder, but was found guilty of grievous bodily harm for having intentionally caused wounds.
Ο Τ(19 ετών απέφυγε την καταδίκη για φόνο, αλλά κρίθηκε ένοχος για σοβαρή σωματική βλάβη που προκάλεσε σκόπιμα πληγές.