Translation meaning & definition of the word "grievance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επιμονή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grievance
[Επιτήδευση]/grivəns/
noun
1. A resentment strong enough to justify retaliation
- "Holding a grudge"
- "Settling a score"
- synonym:
- grudge ,
- score ,
- grievance
1. Μια δυσαρέσκεια αρκετά ισχυρή για να δικαιολογήσει τα αντίποινα
- "Κρατώντας μια μνησικακία"
- "Διευθέτηση βαθμολογίας"
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- βαθμολογία ,
- παράπονο
2. An allegation that something imposes an illegal obligation or denies some legal right or causes injustice
- synonym:
- grievance
2. Ισχυρισμός ότι κάτι επιβάλλει παράνομη υποχρέωση ή αρνείται κάποιο νομικό δικαίωμα ή προκαλεί αδικία
- συνώνυμο:
- παράπονο
3. A complaint about a (real or imaginary) wrong that causes resentment and is grounds for action
- synonym:
- grievance
3. Μια καταγγελία για ένα ( ή φανταστικό) λάθος που προκαλεί δυσαρέσκεια και είναι λόγος για δράση
- συνώνυμο:
- παράπονο