Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "grid" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίκτυο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Grid

[Πλέγμα]
/grɪd/

noun

1. A pattern of regularly spaced horizontal and vertical lines

    synonym:
  • grid

1. Ένα μοτίβο τακτικών οριζόντιων και κάθετων γραμμών

    συνώνυμο:
  • πλέγμα

2. A system of high tension cables by which electrical power is distributed throughout a region

    synonym:
  • power system
  • ,
  • power grid
  • ,
  • grid

2. Ένα σύστημα καλωδίων υψηλής έντασης με το οποίο διανέμεται ηλεκτρική ενέργεια σε ολόκληρη την περιοχή

    συνώνυμο:
  • σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας
  • ,
  • δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος
  • ,
  • πλέγμα

3. A perforated or corrugated metal plate used in a storage battery as a conductor and support for the active material

    synonym:
  • grid
  • ,
  • storage-battery grid

3. Μια διάτρητη ή κυματοειδής μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται σε μια μπαταρία αποθήκευσης ως αγωγός και υποστήριξη για το ενεργό υλικό

    συνώνυμο:
  • πλέγμα
  • ,
  • πλέγμα αποθήκευσης-μπαταρίας

4. An electrode placed between the cathode and anode of a vacuum tube to control the flow of electrons through the tube

    synonym:
  • grid
  • ,
  • control grid

4. Ένα ηλεκτρόδιο τοποθετημένο μεταξύ της καθόδου και της ανόδου ενός σωλήνα κενού για να ελέγξει τη ροή των ηλεκτρονίων μέσω του σωλήν

    συνώνυμο:
  • πλέγμα
  • ,
  • πλέγμα ελέγχου

5. A cooking utensil of parallel metal bars

  • Used to grill fish or meat
    synonym:
  • grid
  • ,
  • gridiron

5. Ένα σκεύος μαγειρέματος παράλληλων μεταλλικών ράβδων

  • Χρησιμοποιείται για τη σχάρα ψαριών ή κρέατος
    συνώνυμο:
  • πλέγμα