Translation meaning & definition of the word "greyhound" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γκρίζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greyhound
[Κυνηγόσκυλο]/grehaʊnd/
noun
1. A tall slender dog of an ancient breed noted for swiftness and keen sight
- Used as a racing dog
- synonym:
- greyhound
1. Ένα ψηλό λεπτό σκυλί μιας αρχαίας φυλής σημειώνεται για την ταχύτητα και έντονη όραση
- Χρησιμοποιείται ως αγωνιστικό σκυλί
- συνώνυμο:
- λαγωνικό