Translation meaning & definition of the word "greenhouse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμοκήπιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greenhouse
[Θερμοκήπιο]/grinhaʊs/
noun
1. A building with glass walls and roof
- For the cultivation and exhibition of plants under controlled conditions
- synonym:
- greenhouse ,
- nursery ,
- glasshouse
1. Ένα κτίριο με γυάλινους τοίχους και στέγη
- Για την καλλιέργεια και έκθεση φυτών υπό ελεγχόμενες συνθήκες
- συνώνυμο:
- θερμοκήπιο ,
- νηπιαγωγείο ,
- υαλοκαθαριστήριο
adjective
1. Of or relating to or caused by the greenhouse effect
- "Greenhouse gases"
- synonym:
- greenhouse
1. Από ή σχετίζονται ή προκαλούνται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου
- "Αέρια του θερμοκηπίου"
- συνώνυμο:
- θερμοκήπιο
Examples of using
CO100 has a lot to do with the so-called greenhouse effect.
Η ΚΟ100 έχει πολλά να κάνει με το λεγόμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου.
CO2 has a lot to do with the so-called greenhouse effect.
Η ΚΟ2 έχει πολλά να κάνει με το λεγόμενο φαινόμενο του θερμοκηπίου.