Translation meaning & definition of the word "greenback" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράσινο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greenback
[Γκρίνπαρ]/grinbæk/
noun
1. A piece of paper money (especially one issued by a central bank)
- "He peeled off five one-thousand-zloty notes"
- synonym:
- bill ,
- note ,
- government note ,
- bank bill ,
- banker's bill ,
- bank note ,
- banknote ,
- Federal Reserve note ,
- greenback
1. Ένα κομμάτι χάρτινου χρήματος (ειδικά ένα που εκδίδεται από μια κεντρική τράπεζα)
- "Αποφλοίωσε πέντε νότες ενός χιλιάδες-ζλότι"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- σημείωση ,
- κυβερνητικό σημείωμα ,
- τραπεζικός λογαριασμός ,
- λογαριασμός τραπεζίτη ,
- τραπεζικό σημείωμα ,
- τραπεζογραμμάτιο ,
- Ομοσπονδιακό αποθεματικό σημείωμα ,
- πράσινο