Translation meaning & definition of the word "greedy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άπληστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greedy
[Άπληστος]/gridi/
adjective
1. Immoderately desirous of acquiring e.g. wealth
- "They are avaricious and will do anything for money"
- "Casting covetous eyes on his neighbor's fields"
- "A grasping old miser"
- "Grasping commercialism"
- "Greedy for money and power"
- "Grew richer and greedier"
- "Prehensile employers stingy with raises for their employees"
- synonym:
- avaricious ,
- covetous ,
- grabby ,
- grasping ,
- greedy ,
- prehensile
1. Απερίσκεπτα επιθυμητή απόκτηση π.χ. πλούτου
- "Είναι άφωνοι και θα κάνουν τα πάντα για τα χρήματα"
- "Χυτεύοντας πολυτελή μάτια στα χωράφια του γείτονά του"
- "Ένας παλιός παραπλανητής"
- "Αποσπώντας εμπορικότητα"
- "Απληστία για τα χρήματα και τη δύναμη"
- "Πλουσιότερος και πιο πράσινος"
- "Οι προετοιμασμένοι εργοδότες τσιγκούνησαν με αυξήσεις για τους υπαλλήλους τους"
- συνώνυμο:
- αβολικό ,
- πολυτελήσ ,
- παραλία ,
- πιάνω ,
- άπληστος ,
- προεφηβικόσ
2. (often followed by `for') ardently or excessively desirous
- "Avid for adventure"
- "An avid ambition to succeed"
- "Fierce devouring affection"
- "The esurient eyes of an avid curiosity"
- "Greedy for fame"
- synonym:
- avid ,
- devouring(a) ,
- esurient ,
- greedy
2. (συχνά ακολουθείται από `γιατί ) έντονα ή υπερβολικά έρημη
- "Ευτυχισμένο για περιπέτεια"
- "Μια αισχρή φιλοδοξία να πετύχεις"
- "Στοργή καταβροχθίζοντας την αγάπη"
- "Τα ενοχλητικά μάτια μιας άπληστης περιέργειας"
- "Απληστία για φήμη"
- συνώνυμο:
- άβιντ ,
- αποβουρτσινγκ( ,
- επιβλαβήσ ,
- άπληστος
3. Wanting to eat or drink more than one can reasonably consume
- "Don't be greedy with the cookies"
- synonym:
- greedy
3. Θέλοντας να φάτε ή να πιείτε περισσότερα από ένα μπορεί εύλογα να καταναλώσει
- "Μην είσαι άπληστος με τα μπισκότα"
- συνώνυμο:
- άπληστος
Examples of using
Don't get greedy.
Μην πάρετε άπληστοι.
Don't be greedy.
Μην είσαι άπληστος.
Tom's greedy.
Ο Τομ είναι άπληστος.