Translation meaning & definition of the word "greed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απληστία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greed
[Απληστία]/grid/
noun
1. Excessive desire to acquire or possess more (especially more material wealth) than one needs or deserves
- synonym:
- greed
1. Η υπερβολική επιθυμία να αποκτήσουν ή να κατέχουν περισσότερα (ειδικά περισσότερο υλικό πλούτο) από ό, τι χρειάζεται ή αξίζει
- συνώνυμο:
- απληστία
2. Reprehensible acquisitiveness
- Insatiable desire for wealth (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- avarice ,
- greed ,
- covetousness ,
- rapacity ,
- avaritia
2. Κατακριτέα εξαρτησιμότητα
- Ακόρεστη επιθυμία για πλούτο (προσωποποιήθηκε ως ένα από τα θανατηφόρα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- αβαρία ,
- απληστία ,
- πλεονεξία ,
- αρπακτικότητα ,
- αβαρίτια
Examples of using
Although he had many toys, his greed made him want more.
Αν και είχε πολλά παιχνίδια, η απληστία του τον έκανε να θέλει περισσότερα.