Translation meaning & definition of the word "great" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μεγάλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Great
[Υπέροχη]/gret/
noun
1. A person who has achieved distinction and honor in some field
- "He is one of the greats of american music"
- synonym:
- great
1. Ένα άτομο που έχει επιτύχει διάκριση και τιμή σε κάποιο τομέα
- "Είναι ένας από τους μεγάλους της αμερικανικής μουσικής"
- συνώνυμο:
- υπέροχο
adjective
1. Relatively large in size or number or extent
- Larger than others of its kind
- "A great juicy steak"
- "A great multitude"
- "The great auk"
- "A great old oak"
- "A great ocean liner"
- "A great delay"
- synonym:
- great
1. Σχετικά μεγάλο σε μέγεθος ή αριθμό ή έκταση
- Μεγαλύτερο από άλλα του είδους του
- "Μια υπέροχη ζουμερή μπριζόλα"
- "Ένα μεγάλο πλήθος"
- "Το μεγάλο auk"
- "Μια μεγάλη παλιά βελανιδιά"
- "Ένα μεγάλο υπερωκεάνιο"
- "Μια μεγάλη καθυστέρηση"
- συνώνυμο:
- υπέροχο
2. Of major significance or importance
- "A great work of art"
- "Einstein was one of the outstanding figures of the 20th centurey"
- synonym:
- great ,
- outstanding
2. Μείζονος σημασίας ή σημασίας
- "Ένα μεγάλο έργο τέχνης"
- "Ο αϊνστάιν ήταν μια από τις εξαιρετικές προσωπικότητες του 20ου εκατοστού"
- συνώνυμο:
- υπέροχο ,
- εξαιρετικός
3. Remarkable or out of the ordinary in degree or magnitude or effect
- "A great crisis"
- "Had a great stake in the outcome"
- synonym:
- great
3. Αξιοσημείωτο ή ασυνήθιστο σε βαθμό ή μέγεθος ή αποτέλεσμα
- "Μια μεγάλη κρίση"
- "Είχε μεγάλο μερίδιο στο αποτέλεσμα"
- συνώνυμο:
- υπέροχο
4. Very good
- "He did a bully job"
- "A neat sports car"
- "Had a great time at the party"
- "You look simply smashing"
- synonym:
- bang-up ,
- bully ,
- corking ,
- cracking ,
- dandy ,
- great ,
- groovy ,
- keen ,
- neat ,
- nifty ,
- not bad(p) ,
- peachy ,
- slap-up ,
- swell ,
- smashing
4. Πολύ καλό
- "Έκανε δουλειά νταής"
- "Ένα προσεγμένο σπορ αυτοκίνητο"
- "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
- "Κοιτάς απλά συντριβή"
- συνώνυμο:
- μπαμ-απ ,
- νταής ,
- φελλό ,
- ρωγμή ,
- dandy ,
- υπέροχο ,
- αυλακωτόσ ,
- ενθουσιώδης ,
- τακτοποιημένο ,
- νιφτ ,
- όχι κακό(p) ,
- ροδακινί ,
- χαστούκι ,
- πρήζω ,
- συντριβή
5. Uppercase
- "Capital a"
- "Great a"
- "Many medieval manuscripts are in majuscule script"
- synonym:
- capital ,
- great ,
- majuscule
5. Κεφαλαία
- "Κεφάλαιο α"
- "Μεγάλο α"
- "Πολλά μεσαιωνικά χειρόγραφα είναι σε μεγαλειώδη γραφή"
- συνώνυμο:
- κεφάλαιο ,
- υπέροχο ,
- μεγαλείο
6. In an advanced stage of pregnancy
- "Was big with child"
- "Was great with child"
- synonym:
- big(p) ,
- enceinte ,
- expectant ,
- gravid ,
- great(p) ,
- large(p) ,
- heavy(p) ,
- with child(p)
6. Σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης
- "Ήταν μεγάλο με παιδί"
- "Ήταν υπέροχο με το παιδί"
- συνώνυμο:
- μεγάλο(p) ,
- ενσετέν ,
- αναμενόμενος ,
- gravid ,
- μεγάλη(p) ,
- βαρύ(p) ,
- με παιδί(p)
Examples of using
Tom is regarded as a great pianist.
Ο Τομ θεωρείται σπουδαίος πιανίστας.
Las Vegas was great!
Το Λας Βέγκας ήταν υπέροχο!
The great blue whale is the largest animal to have ever existed.
Η μεγάλη γαλάζια φάλαινα είναι το μεγαλύτερο ζώο που υπήρξε ποτέ.