Translation meaning & definition of the word "greasy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λιπαρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Greasy
[Λιπαρός]/grisi/
adjective
1. Containing an unusual amount of grease or oil
- "Greasy hamburgers"
- "Oily fried potatoes"
- "Oleaginous seeds"
- synonym:
- greasy ,
- oily ,
- sebaceous ,
- oleaginous
1. Περιέχει μια ασυνήθιστη ποσότητα λίπους ή λαδιού
- "Λιπαρά χάμπουργκερ"
- "Λιπαρές πατάτες τηγανητές"
- "Ελαιώδεις σπόροι"
- συνώνυμο:
- λιπαρός ,
- σμηγματογόνου ,
- ελαιώδησ
2. Smeared or soiled with grease or oil
- "Greasy coveralls"
- "Get rid of rubbish and oily rags"
- synonym:
- greasy ,
- oily
2. Λερωμένο ή λερωμένο με γράσο ή λάδι
- "Λιπαρές εγκαταστάσεις"
- "Απαλλαγείτε από τα σκουπίδια και τα λιπαρά κουρέλια"
- συνώνυμο:
- λιπαρός
Examples of using
He has greasy hair.
Έχει λιπαρά μαλλιά.