Translation meaning & definition of the word "graze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γκράζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graze
[Γκράουτσε]/grez/
noun
1. A superficial abrasion
- synonym:
- graze
1. Ένα επιφανειακό γδάρσιμο
- συνώνυμο:
- βόσκηση
2. The act of grazing
- synonym:
- graze ,
- grazing
2. Η πράξη της βόσκησης
- συνώνυμο:
- βόσκηση
verb
1. Feed as in a meadow or pasture
- "The herd was grazing"
- synonym:
- crop ,
- browse ,
- graze ,
- range ,
- pasture
1. Τροφή όπως σε ένα λιβάδι ή βοσκότοπο
- "Το κοπάδι βόσκει"
- συνώνυμο:
- καλλιέργεια ,
- περιήγηση ,
- βόσκηση ,
- εύρος ,
- βοσκότοπος
2. Break the skin (of a body part) by scraping
- "She was grazed by the stray bullet"
- synonym:
- graze
2. Σπάστε το δέρμα (ενός μέρους του σώματος) με το ξύσιμο
- "Καταστράφηκε από την αδέσποτη σφαίρα"
- συνώνυμο:
- βόσκηση
3. Let feed in a field or pasture or meadow
- synonym:
- crop ,
- graze ,
- pasture
3. Αφήστε να τραφούν σε ένα πεδίο ή βοσκότοπο ή λιβάδι
- συνώνυμο:
- καλλιέργεια ,
- βόσκηση ,
- βοσκότοπος
4. Scrape gently
- "Graze the skin"
- synonym:
- graze ,
- crease ,
- rake
4. Ξύστε απαλά
- "Αλείψτε το δέρμα"
- συνώνυμο:
- βόσκηση ,
- πτυχή ,
- τσουγκράνα
5. Eat lightly, try different dishes
- "There was so much food at the party that we quickly got sated just by browsing"
- synonym:
- browse ,
- graze
5. Τρώτε ελαφρά, δοκιμάστε διαφορετικά πιάτα
- "Υπήρχε τόσο πολύ φαγητό στο πάρτι που γρήγορα τοποθετηθήκαμε μόνο με την περιήγηση"
- συνώνυμο:
- περιήγηση ,
- βόσκηση
Examples of using
A good horse does not graze where it has trodden.
Ένα καλό άλογο δεν βόσκει εκεί που έχει πατήσει.
The sheep graze the grass in the field.
Τα πρόβατα βόσκουν το γρασίδι στο χωράφι.
The sheep graze the grass in the field.
Τα πρόβατα βόσκουν το γρασίδι στο χωράφι.