Translation meaning & definition of the word "gravy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βαρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gravy
[Χαλαρός]/grevi/
noun
1. A sauce made by adding stock, flour, or other ingredients to the juice and fat that drips from cooking meats
- synonym:
- gravy
1. Μια σάλτσα φτιαγμένη προσθέτοντας ζωμό, αλεύρι ή άλλα συστατικά στο χυμό και το λίπος που στάζει από το μαγείρεμα των κρεάτων
- συνώνυμο:
- σάβια
2. The seasoned but not thickened juices that drip from cooking meats
- Often a little water is added
- synonym:
- gravy ,
- pan gravy
2. Οι καρυκευμένοι αλλά όχι πυκνωμένοι χυμοί που στάζουν από τα κρέατα μαγειρέματος
- Συχνά προστίθεται λίγο νερό
- συνώνυμο:
- σάβια ,
- παν σάλτσα
3. A sudden happening that brings good fortune (as a sudden opportunity to make money)
- "The demand for testing has created a boom for those unregulated laboratories where boxes of specimen jars are processed like an assembly line"
- synonym:
- boom ,
- bonanza ,
- gold rush ,
- gravy ,
- godsend ,
- manna from heaven ,
- windfall ,
- bunce
3. Ένα ξαφνικό συμβάν που φέρνει καλή τύχη (έχει μια ξαφνική ευκαιρία να κερδίσετε χρήματα)
- "Η ζήτηση για δοκιμές έχει δημιουργήσει μια έκρηξη για εκείνα τα μη ρυθμιζόμενα εργαστήρια όπου τα κιβώτια των βάζων δειγμάτων επεξεργάζονται σαν γραμμή"
- συνώνυμο:
- βραχίονασ ,
- μπονάνζα ,
- χρυσή βιασύνη ,
- σάβια ,
- θεόσ ,
- μάννα από τον ουρανό ,
- ανεμοφρακτών ,
- λαγουδάκι