Translation meaning & definition of the word "gratuity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gratuity
[Ευγένεια]/grətuɪti/
noun
1. A relatively small amount of money given for services rendered (as by a waiter)
- synonym:
- gratuity ,
- tip ,
- pourboire ,
- baksheesh ,
- bakshish ,
- bakshis ,
- backsheesh
1. Ένα σχετικά μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται για τις υπηρεσίες που παρέχονται (ας από έναν σερβιτόρο
- συνώνυμο:
- φιλοδωρήματα ,
- συμβουλή ,
- πουρμπουάζ ,
- μπακσέζ ,
- μπακσχαλίζω ,
- μπακσί ,
- πίσω φαινόμενα
2. An award (as for meritorious service) given without claim or obligation
- synonym:
- gratuity
2. Ένα βραβείο ( για την αξιέπαινη υπηρεσία) που δίνεται χωρίς αξίωση ή υποχρέωση
- συνώνυμο:
- φιλοδωρήματα
Examples of using
No gratuity accepted.
Καμία φιλοδωρία δεν γίνεται αποδεκτή.