Translation meaning & definition of the word "gratify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δελεάζω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gratify
[Χαιρετίζω]/grætəfaɪ/
verb
1. Make happy or satisfied
- synonym:
- satisfy ,
- gratify
1. Κάντε ευτυχισμένο ή ικανοποιημένο
- συνώνυμο:
- ικανοποιώ
2. Yield (to)
- Give satisfaction to
- synonym:
- gratify ,
- pander ,
- indulge
2. Απόδοση (-)
- Δίνω ικανοποίηση σε
- συνώνυμο:
- ικανοποιώ ,
- παντελόνι ,
- επιτρέπω