Translation meaning & definition of the word "gratification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρωματοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gratification
[Ικανοποίηση]/grætəfəkeʃən/
noun
1. State of being gratified or satisfied
- "Dull repetitious work gives no gratification"
- "To my immense gratification he arrived on time"
- synonym:
- gratification ,
- satisfaction
1. Κατάσταση ικανοποίησης ή ικανοποίησης
- "Η σκληρή επαναλαμβανόμενη εργασία δεν δίνει ικανοποίηση"
- "Προς μεγάλη μου ικανοποίηση έφτασε εγκαίρως"
- συνώνυμο:
- ικανοποίηση
2. The act or an instance of satisfying
- synonym:
- gratification
2. Η πράξη ή μια περίπτωση ικανοποίησης
- συνώνυμο:
- ικανοποίηση