Translation meaning & definition of the word "grater" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περιπατητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grater
[Γκρίτερ]/gretər/
noun
1. Utensil with sharp perforations for shredding foods (as vegetables or cheese)
- synonym:
- grater
1. Σκεύος με αιχμηρές διατρήσεις για τεμαχισμό τροφίμων (ας λαχανικών ή τυριού)
- συνώνυμο:
- τρίφτησ