Translation meaning & definition of the word "graphically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graphically
[Γραφικά]/græfɪkli/
adverb
1. In a diagrammatic manner
- "The landscape unit drawn diagrammatically illustrates the gentle rolling relief, with a peat-filled basin"
- synonym:
- diagrammatically ,
- graphically
1. Με διαγραμματικό τρόπο
- "Η μονάδα τοπίου που σχεδιάστηκε διαγραμματικά απεικονίζει το απαλό ανάγλυφο κύλισης, με μια λεκάνη γεμάτη τύρφη"
- συνώνυμο:
- διαγραμματικά ,
- γραφικά
2. With respect to graphic aspects
- "Graphically interesting designs"
- synonym:
- graphically
2. Όσον αφορά τις γραφικές πτυχές
- "Γραφικά ενδιαφέροντα σχέδια"
- συνώνυμο:
- γραφικά
3. In a graphic way
- "He described the event graphically"
- synonym:
- graphically
3. Με γραφικό τρόπο
- "Περιέγραψε το γεγονός γραφικά"
- συνώνυμο:
- γραφικά