Translation meaning & definition of the word "graphic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graphic
[Γραφικόσ]/græfɪk/
noun
1. An image that is generated by a computer
- synonym:
- graphic ,
- computer graphic
1. Μια εικόνα που δημιουργείται από έναν υπολογιστή
- συνώνυμο:
- γραφικόσ ,
- γραφικό υπολογιστή
adjective
1. Written or drawn or engraved
- "Graphic symbols"
- synonym:
- graphic ,
- graphical ,
- in writing(p)
1. Γραπτός ή σχεδιασμένος ή χαραγμένος
- "Γραφικά σύμβολα"
- συνώνυμο:
- γραφικόσ ,
- γραφική ,
- στο γράψιμο()<TAG1>
2. Describing nudity or sexual activity in graphic detail
- "Graphic sexual scenes"
- synonym:
- graphic
2. Περιγράφοντας το γυμνό ή τη σεξουαλική δραστηριότητα με γραφική λεπτομέρεια
- "Γραφικές σεξουαλικές σκηνές"
- συνώνυμο:
- γραφικόσ
3. Of or relating to the graphic arts
- "The etchings, drypoints, lithographs, and engravings which together form his graphic work"- british book news
- synonym:
- graphic
3. Από ή σχετικά με τις γραφικές τέχνες
- "Τα χαρακτικά, τα ξηρά σημεία, οι λιθογραφίες και τα χαρακτικά που μαζί σχηματίζουν το γραφικό του έργο" - βρετανικά νέα βιβλίου
- συνώνυμο:
- γραφικόσ
4. Relating to or presented by a graph
- "A graphic presentation of the data"
- synonym:
- graphic ,
- graphical
4. Σχετίζεται ή παρουσιάζεται με γράφημα
- "Μια γραφική παρουσίαση των δεδομένων"
- συνώνυμο:
- γραφικόσ ,
- γραφική
5. Evoking lifelike images within the mind
- "Pictorial poetry and prose"
- "Graphic accounts of battle"
- "A lifelike portrait"
- "A vivid description"
- synonym:
- graphic ,
- lifelike ,
- pictorial ,
- vivid
5. Προκαλώντας αληθοφανείς εικόνες μέσα στο μυαλό
- "Εικαστική ποίηση και πεζογραφία"
- "Γραφικές αφηγήσεις της μάχης"
- "Ένα πανέμορφο πορτρέτο"
- "Ζωηρή περιγραφή"
- συνώνυμο:
- γραφικόσ ,
- αληθοφανήσ ,
- εικονογραφικόσ ,
- ζωηρός