Translation meaning & definition of the word "grapefruit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφικός καρπός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grapefruit
[Γκρέιπφρουτ]/grepfrut/
noun
1. Citrus tree bearing large round edible fruit having a thick yellow rind and juicy somewhat acid pulp
- synonym:
- grapefruit ,
- Citrus paradisi
1. Δέντρο εσπεριδοειδών που φέρει μεγάλα στρογγυλά βρώσιμα φρούτα έχοντας ένα παχύ κίτρινο φλοιό και ζουμερό κάπως όξινο πολτό
- συνώνυμο:
- γκρέιπφρουτ ,
- Εσπεριδοειδή παραδείσια
2. Large yellow fruit with somewhat acid juicy pulp
- Usual serving consists of a half
- synonym:
- grapefruit
2. Μεγάλα κίτρινα φρούτα με κάπως οξύ ζουμερό πολτό
- Η συνήθης μερίδα αποτελείται από το μισό
- συνώνυμο:
- γκρέιπφρουτ
Examples of using
I had half a grapefruit for breakfast.
Είχα μισό γκρέιπφρουτ για πρωινό.