Translation meaning & definition of the word "grape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταφύλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grape
[Σταφύλι]/grep/
noun
1. Any of various juicy fruit of the genus vitis with green or purple skins
- Grow in clusters
- synonym:
- grape
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα ζουμερά φρούτα του γένους με πράσινο ή μωβ δέρματα
- Αναπτύσσεται σε συστάδες
- συνώνυμο:
- σταφύλι
2. Any of numerous woody vines of genus vitis bearing clusters of edible berries
- synonym:
- grape ,
- grapevine ,
- grape vine
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα ξυλώδη αμπέλια του γένους που φέρουν συστάδες βρώσιμων μούρων
- συνώνυμο:
- σταφύλι ,
- αμπέλι
3. A cluster of small projectiles fired together from a cannon to produce a hail of shot
- synonym:
- grapeshot ,
- grape
3. Ένα σύμπλεγμα μικρών βλημάτων που εκτοξεύονται μαζί από ένα κανόνι για να παράγουν ένα χαλάζι του πυροβολισμού
- συνώνυμο:
- σταφυλόχορτο ,
- σταφύλι