Translation meaning & definition of the word "granite" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γρανίτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Granite
[Γρανίτησ]/grænət/
noun
1. Plutonic igneous rock having visibly crystalline texture
- Generally composed of feldspar and mica and quartz
- synonym:
- granite
1. Πλουτωνικός πυριγενής βράχος με ορατή κρυσταλλική υφή
- Γενικά αποτελείται από γάλακτος και μίκα και χαλαζία
- συνώνυμο:
- γρανίτης
2. Something having the quality of granite (unyielding firmness)
- "A man of granite"
- synonym:
- granite
2. Κάτι που έχει την ποιότητα του γρανίτη (μουνιακή σταθερότητα)
- "Ένας άνθρωπος από γρανίτη"
- συνώνυμο:
- γρανίτης