Translation meaning & definition of the word "grange" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grange
[Γκρινιάζω]/grenʤ/
noun
1. An outlying farm
- synonym:
- grange
1. Ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα
- συνώνυμο:
- γκρινιάζω