Translation meaning & definition of the word "grandly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλαιότερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grandly
[Μεγαλειώδης]/grændli/
adverb
1. In a grand manner
- "The mansion seemed grandly large by today's standards"
- synonym:
- grandly
1. Με μεγάλο τρόπο
- "Το αρχοντικό φαινόταν εξαιρετικά μεγάλο σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα"
- συνώνυμο:
- μεγαλειώδησ
Examples of using
I told him that those ten thousand oaks would look grandly in thirty years.
Του είπα ότι αυτές οι δέκα χιλιάδες βελανιδιές θα φαίνονταν υπέροχα σε τριάντα χρόνια.