Translation meaning & definition of the word "grandiose" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραντζόζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grandiose
[Μεγαλειώδησ]/grændioʊs/
adjective
1. Impressive because of unnecessary largeness or grandeur
- Used to show disapproval
- synonym:
- grandiose
1. Εντυπωσιακό λόγω της περιττής γενναιότητας ή μεγαλείου
- Χρησιμοποιείται για να δείξει αποδοκιμασία
- συνώνυμο:
- μεγαλειώδησ
2. Affectedly genteel
- synonym:
- grandiose ,
- hifalutin ,
- highfalutin ,
- highfaluting ,
- hoity-toity ,
- la-di-da
2. Επηρεασμένα ευγενής
- συνώνυμο:
- μεγαλειώδησ ,
- χιφαλουτίνη ,
- υψηλοφαλουτίνη ,
- υψηλή λειτουργία ,
- ανωφελεία ,
- λα-ντα